Τρώω

Πολλοί τα λένε γεμιστά. Εγώ αυτογνωσία.
Ξεκοιλιάζεις το καλοκαίρι  – «ντομάτα» θα πεις.
Μα δεν είναι το αιμάτινο σαρκίο, τα σπόρια τ’ απροσδιόριστα
γιατί ντομάτα ρέμβαζα κι εγώ στο σούρουπο της νιότης.
Ντομάτα από ντροπή. Σαν με σκαρφάλωνες.

«Πιπεριά!». Μα είστε τόσο βιαστικοί.
Τρεις συλλαβές το πράσινο του κόσμου. Γραμμή στην καρμανιόλα.
Κι εμείς μάγειρες. Εν αγνοία του πλήθους των στιγμών
ολόγιομων με ρύζι.

Κόκοι και κόκοι. Ξένοι μεταξύ ξένων. Πώς λαπαδιάζουν!
Σιωπηλός μάρτυρ ρομάντσων και φονικών
ο ουρανίσκος.
Με μόνο μίαν υπόθεσιν: Έρως και μίσος.
Τόσος έρως. Τόσο, τόσο μίσος.

Και στο τέλος; «Πατατούλες για γαρνίρισμα!»
Με ξενίζεις.
Εγώ στο έδαφος ζητώ την αποστεωμένη μας ομορφιά.
Ζητώ τα χνάρια που πατούσα. Μέρες και μέρες.
Κι εσύ βολεύεσαι ξεθάβοντας πατάτες.

Απορώ. Μα πιάνω το πηρούνι.
Και καταπίνω τη μπουκιά. Αδιαμαρτύρητα. Μια και κάτω.
Όπως λέει η συνταγή.
Χωρίς καν φέτα.

(Πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Τεφλόν, τεύχος 8)